σχοινίον

σχοινίον
веревка, бечевка.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σχοινίον" в других словарях:

  • σχοινίον — small rope neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίον — τὸ, ΜΑ βλ. σχοινί …   Dictionary of Greek

  • Ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν. — ἐξ ἄμμου σχοινίον πλέκειν. См. Он из песку веревки вьет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σχοινίω — σχοινίον small rope neut nom/voc/acc dual σχοινίον small rope neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινία — σχοινίον small rope neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίοις — σχοινίον small rope neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίοισι — σχοινίον small rope neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίου — σχοινίον small rope neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίων — σχοινίον small rope neut gen pl σχοινίων an effeminate air on the flute masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίῳ — σχοινίον small rope neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»